- ρετσέλι
- και ριτσέλι(ον), το, Νζαχαρόπηκτο γλυκό τού κουταλιού από οπωρικό βρασμένο με πετιμέζι.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. rećel].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ρετσέλι — το (λ. τουρκ.), γλυκό του κουταλιού που γίνεται κυρίως με πετιμέζι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ριτσέλι — και ριτσέλιον, το, Ν βλ. ρετσέλι … Dictionary of Greek
πετ(ι)μέζι — το (λ. τουρκ.) 1. πυκνόρρευστο σιρόπι. 2. γλυκό κουταλιού. 3. κομπόστα από μούστο, αλλιώς ρετσέλι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)